ὑπάντρου

ὑπάντρου
ὕπαντρος
with caverns underneath
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ύπαντρος — ον, Α 1. ο γεμάτος σπήλαια κάτω από την επιφάνειά του («ὑπάντρου δὲ καὶ σηραγγώδους οὔσης κατὰ βάθους τῆς γῆς», Στράβ.) 2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος («οἴκοι ὕπαντροι», Αιλ.) 3. αυτός που κατοικεί κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”